μάκρητα

μάκρητα
η
φρ. «μάκρητα καιρού» — το πέρασμα τού χρόνου (Ερωφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + κατάλ. -ητα (πρβλ. έχθρ-ητα, κάκ-ητα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”